- εξακριβωτής
- οαυτός που εξακριβώνει, βοηθά στην διαπίστωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξακριβωτής — ο αυτός που εξακριβώνει, που κάνει την εξακρίβωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)